βιομηχανοποιήσιμος

βιομηχανοποιήσιμος
-η, -ο
αυτός που είναι κατάλληλος και προσφέρεται για βιομηχανοποίηση: Τα αγροτικά προϊόντα στην Ελλάδα είναι βιομηχανοποιήσιμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”